Η εσωτερική υποτίμηση έπιασε μόνον μισθούς-συντάξεις
Δημοσιεύθηκε: 18 Απριλίου 2013, 10:30
, www.sofokleusin.gr.
Από
την εποχή ακόμη του πρώτου Μνημονίου, η τρόικα λογάριαζε ότι οι
περικοπές μισθών-συντάξεων δεν θα είναι τόσο οδυνηρές, γιατί με τη
μείωση των εισοδημάτων και της καταναλωτικής ζήτησης θα έπεφταν και οι
τιμές. Μετά από τρία χρόνια σκληρής λιτότητας και αυξανόμενης ανεργίας,
είναι πλέον πασιφανές ότι αυτό δεν έχει γίνει. Η ακρίβεια «ζει και
βασιλεύει». Η «εσωτερική υποτίμηση» στην οποία βασίσθηκαν πολλά σενάρια
των τροϊκανών, έγινε μόνον στις αμοιβές εργασίας και στα εισοδήματα.
Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν βέβαια ότι η ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση αποπληθωρισμού, καθώς τον Μάρτιο ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός (-0,2%), πρώτη φορά εδώ και 45 χρόνια. Είναι μια εικονική πραγματικότητα, που δεν φαίνεται στα ράφια των σουπερμάρκετ, στις λαϊκές αγορές και στα καταστήματα, εκεί όπου τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους.
Το αναγνώρισε πρόσφατα ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, στην Εκθεση του για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνοντας ότι οι τιμές δεν έχουν ακολουθήσει την πτωτική πορεία των αμοιβών εργασίας και ότι παρά την ύφεση, τα περιθώρια κέρδους σε πολλούς επιχειρηματικούς κλάδους παραμένουν δυσανάλογα υψηλά – και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν διευρυνθεί.
Ανάλογες εκτιμήσεις διατυπώνει τώρα και το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου. Οι απόψεις του έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι προέρχονται από έναν φορέα που εκπροσωπεί εμπόρους και εμπορικές επιχειρήσεις – αυτούς δηλαδή που θεωρούνται κατά κύριο λόγο «υπεύθυνοι» για την ακρίβεια στην αγορά.
Χωρίς να προσπαθεί να συγκαλύψει και να μεταθέσει το μέρος ευθύνης που αναλογεί στις εμπορικές επιχειρήσεις, το Ινστιτούτο καταγράφει σε ειδική μελέτη-ανάλυση τους λόγους για τους οποίους στην Ελλάδα συμβαίνει το «οικονομικό παράδοξο» να παραμένουν υψηλές (ή και να αυξάνονται) οι τιμές των καταναλωτικών προϊόντων, ενώ τα εισοδήματα και η ζήτηση μειώνονται.
Όπως επισημαίνεται στην ανάλυση, οι λόγοι είναι πολλοί: Αυξανόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις, υψηλός ΦΠΑ, ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, λειτουργία καρτέλ στο χονδρεμπόριο και στις λιανικές πωλήσεις, αθέμιτες πρακτικές των πολυεθνικών με υπερτιμολογήσεις εισαγόμενων προϊόντων, διακοπή πιστώσεων προς τις εισαγωγικές επιχειρήσεις από ξένους προμηθευτές
Για τον ΦΠΑ στην ανάλυση τονίζεται ότι η αναπροσαρμογή του σε 23% όχι μόνον αύξησε αναλογικά τις τιμές, αλλά έδωσε αφορμή για πρόσθετες αυξήσεις, οι οποίες παγιώθηκαν εν συνεχεία.
Μεγάλες ευθύνες για τη διατήρηση υψηλών τιμών καταλογίζονται στις πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά μέσω θυγατρικών: Με ενδοομιλικές συναλλαγές φουσκώνουν τις τιμές, μεταφέροντας παράλληλα κέρδη στο εξωτερικό, προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα. Οι εν Ελλάδι θυγατρικές εισάγουν προϊόντα με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλύουν στους καταναλωτές.
Ενας άλλος παράγων «ακρίβειας» είναι η ολιγοπωλιακή διάρθρωση μεγάλων κλάδων χονδρικού και λιανικού εμπορίου, που επιτρέπει τη λειτουργία αφανών καρτέλ. Η πολιτική εναρμονισμένων τιμών «ευθύνεται» για το γεγονός ότι δεκάδες αγαθά ευρείας κατανάλωσης πωλούνται στην Ελλάδα 10%-45% ακριβότερα απ’ ό,τι σε χώρες με πολύ υψηλότερες αμοιβές εργασίας, όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής ικανή να αποτρέψει ή να περιορίσει αποτελεσματικά τη δράση των καρτέλ.
Ακόμη και το όφελος που έχουν αποκομίσει οι εμπορικές επιχειρήσεις από τη συμπίεση των αποδοχών του προσωπικού τους και από την πτώση των ενοικίων, δεν έχει μεταφερθεί στις τιμές, επισημαίνει το Ινστιτούτο Εμπορίου. Κατά ένα μέρος αντισταθμίσθηκε από φόρους, εισφορές κλπ και κατά το υπόλοιπο αύξησε τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων.
Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν βέβαια ότι η ελληνική οικονομία μπαίνει σε φάση αποπληθωρισμού, καθώς τον Μάρτιο ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός (-0,2%), πρώτη φορά εδώ και 45 χρόνια. Είναι μια εικονική πραγματικότητα, που δεν φαίνεται στα ράφια των σουπερμάρκετ, στις λαϊκές αγορές και στα καταστήματα, εκεί όπου τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος τους.
Το αναγνώρισε πρόσφατα ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, στην Εκθεση του για την κατάσταση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνοντας ότι οι τιμές δεν έχουν ακολουθήσει την πτωτική πορεία των αμοιβών εργασίας και ότι παρά την ύφεση, τα περιθώρια κέρδους σε πολλούς επιχειρηματικούς κλάδους παραμένουν δυσανάλογα υψηλά – και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν διευρυνθεί.
Ανάλογες εκτιμήσεις διατυπώνει τώρα και το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου. Οι απόψεις του έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, διότι προέρχονται από έναν φορέα που εκπροσωπεί εμπόρους και εμπορικές επιχειρήσεις – αυτούς δηλαδή που θεωρούνται κατά κύριο λόγο «υπεύθυνοι» για την ακρίβεια στην αγορά.
Χωρίς να προσπαθεί να συγκαλύψει και να μεταθέσει το μέρος ευθύνης που αναλογεί στις εμπορικές επιχειρήσεις, το Ινστιτούτο καταγράφει σε ειδική μελέτη-ανάλυση τους λόγους για τους οποίους στην Ελλάδα συμβαίνει το «οικονομικό παράδοξο» να παραμένουν υψηλές (ή και να αυξάνονται) οι τιμές των καταναλωτικών προϊόντων, ενώ τα εισοδήματα και η ζήτηση μειώνονται.
Όπως επισημαίνεται στην ανάλυση, οι λόγοι είναι πολλοί: Αυξανόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις, υψηλός ΦΠΑ, ολιγοπωλιακή διάρθρωση της αγοράς, λειτουργία καρτέλ στο χονδρεμπόριο και στις λιανικές πωλήσεις, αθέμιτες πρακτικές των πολυεθνικών με υπερτιμολογήσεις εισαγόμενων προϊόντων, διακοπή πιστώσεων προς τις εισαγωγικές επιχειρήσεις από ξένους προμηθευτές
Για τον ΦΠΑ στην ανάλυση τονίζεται ότι η αναπροσαρμογή του σε 23% όχι μόνον αύξησε αναλογικά τις τιμές, αλλά έδωσε αφορμή για πρόσθετες αυξήσεις, οι οποίες παγιώθηκαν εν συνεχεία.
Μεγάλες ευθύνες για τη διατήρηση υψηλών τιμών καταλογίζονται στις πολυεθνικές που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά μέσω θυγατρικών: Με ενδοομιλικές συναλλαγές φουσκώνουν τις τιμές, μεταφέροντας παράλληλα κέρδη στο εξωτερικό, προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολογία στην Ελλάδα. Οι εν Ελλάδι θυγατρικές εισάγουν προϊόντα με τεχνητά υψηλό κόστος, το οποίο μετακυλύουν στους καταναλωτές.
Ενας άλλος παράγων «ακρίβειας» είναι η ολιγοπωλιακή διάρθρωση μεγάλων κλάδων χονδρικού και λιανικού εμπορίου, που επιτρέπει τη λειτουργία αφανών καρτέλ. Η πολιτική εναρμονισμένων τιμών «ευθύνεται» για το γεγονός ότι δεκάδες αγαθά ευρείας κατανάλωσης πωλούνται στην Ελλάδα 10%-45% ακριβότερα απ’ ό,τι σε χώρες με πολύ υψηλότερες αμοιβές εργασίας, όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής ικανή να αποτρέψει ή να περιορίσει αποτελεσματικά τη δράση των καρτέλ.
Ακόμη και το όφελος που έχουν αποκομίσει οι εμπορικές επιχειρήσεις από τη συμπίεση των αποδοχών του προσωπικού τους και από την πτώση των ενοικίων, δεν έχει μεταφερθεί στις τιμές, επισημαίνει το Ινστιτούτο Εμπορίου. Κατά ένα μέρος αντισταθμίσθηκε από φόρους, εισφορές κλπ και κατά το υπόλοιπο αύξησε τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου