Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ αφιερωμένη στα 100 χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής: Μέρος 5ον

  ( Από τη συγγραφέα Μαρίτσα Σαριντζιώτου- Σπύρου, απόγονο Μικρασιατών προσφύγων του 1922 )

Οι Σμυρνιοί ήταν καλόγουστοι, με οξύ πνεύμα και ζεστή καρδιά. Από την αρχαιότητα είχε διαμορφωθεί ένας ιδιαίτερος τύπος ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο στη θέα της ζωής. Σκληροί δουλευτάδες όλη μέρα και γλέντι κάθε βράδυ αν ήταν βολετό. Εραστές κάθε ωραίου, καλοφαγάδες καθώς ήταν απολάμβαναν τα μεζεδάκια της σμυρναίικης και βυζαντινής μαγειρικής με ρακί και γερμανική μπύρα. Κοσμικοί και θεατρόφιλοι, βιβλιόφιλοι, αγαπούσαν την καλή συντροφιά στα σπίτια τους.
Οι Ιωνίδες, έξυπνες, γαλίφες, που ήξεραν να εκφράζουν τα συναισθήματά τους πάντα με τραγούδι και χορό. Κατάφερναν να κάνουν πάντα το δικό τους, αφέντρες του αφέντη τους αλλά, με νάζια και όχι με μάγια.
Ο Φραγκομαχαλάς, ο κυριότερος εμπορικός δρόμος της Σμύρνης, είχε μάκρος μερικών χιλιομέτρων και 200 πολυτελή μαγαζιά. Από αυτά, τα 163 ελληνικά, 25 ευρωπαϊκά, 9 αρμένικα και εβραϊκά και μόνο τρία τούρκικα. Πάνω από τα μαγαζιά έμεναν οι μαγαζάτορες με τις οικογένειές τους. Τον Φραγκομαχαλά τον αγόρασαν αργότερα Έλληνες και Αρμένιοι.
Η Σμύρνη μέχρι και το 1922, εκτός από κυρίαρχο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου, διέθετε χρηματιστήριο, 11 τραπεζικούς ομίλους και 61 ασφαλιστικές εταιρείες Στα προάστια της Σμύρνης βρίσκονταν το Κορδελιό, το Γκιόζ Τεπέ, το Κοκάργιαλί, ο Μπουρνόβας, ο Προφήτης Ηλίας, ο Κουκλουτζάς, τα Βουρλά, τ’Αλάτσατα, το Σεβντίκιοϊ και ο Μπουτζάς με τις επαύλεις του.
Το 1922 η Σμύρνη, δίχως τα προάστια και τα τριγύρω χωριά, αριθμούσε 370.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 165.000 ήταν Έλληνες οι 80.000 Τούρκοι οι 55.000 Εβραίοι οι 40.000 Αρμένιοι οι 6.000 Λεβαντίνοι και οι 30.000 διάφορες άλλες εθνικότητες. 'Παρ' όλη την ποικιλία των εθνών και των θρησκευμάτων παραμένει ωστόσο η Σμύρνη στα βασικά της συστατικά μια ελληνική πολιτεία. Έπειτα από τόσες αλλαγές στο πέρασμα χιλιετηρίδων κάτω από την κυριαρχία Περσών, Ρωμαίων, Βυζαντινών, Σαρακηνών, Φράγκων και Τούρκων – αυτή η πόλη που λέγεται Σμύρνη δεν έπαψε ποτέ να είναι Ιωνία. ''Αχ, αυτά τα σπίτια της Σμύρνης! Είχαν ένα συνήθειο στη Σμύρνη, να τρώνε με τις πόρτες ανοιχτές. Τα σπίτια ήταν διώροφα, πάντα υπερυψωμένα, με τρία – τέσσερα σκαλάκια και οι πόρτες τους έμπαιναν λίγο μέσα, ώστε το χειμώνα δε βρεχόσουν μέχρι να σου ανοίξουν. Όταν άνοιγε η πόρτα, αμέσως ήταν η τραπεζαρία. Λοιπόν τα βράδια έβλεπες τις οικογένειες μαζεμένες τριγύρω σε φρεσκοσιδερωμένα, λινά, άσπρα, τραπεζομάντηλα και η υπηρέτρια απαραίτητη – με μαύρο φόρεμα, άσπρη ποδίτσα και μπονεδάκι στο κεφάλι – έφερνε τα φαγιά στο τραπέζι και έδινε σιωπηλά σε μία άλλη, βοηθό, ότι περιττό υπήρχε. Τα σερβίτσια άστραφταν και τα ποτήρια ήταν πάντα ακριβά, κολονάτα. Συναγωνιζόντουσαν στη γειτονιά για την καλύτερη εμφάνιση και πάντα οι πόρτες ορθάνοιχτες και πάντα η υπηρέτρια όρθια πίσω στη γωνιά του τραπεζιού, κοίταζε να μη λείψει τίποτα και ν' αλλάξει αμέσως σερβίτσιο. Από τό 1908 ἄρχισαν νά ντύνονται εὐρωπαϊκά καί τήν ἀρχή ἔκαναν οἱ γυναῖκες, ἐνῶ οἱ ἄνδρες ἄργησαν νά συνηθίσουν τά φράγκικα. Οἱ βεγγέρες τῶν κατοίκων των άλλων μικρασιατικών περιοχών που ήταν γύρω από τη Σμύρνη, ἦσαν παροιμιώδεις. Κάθε βράδυ –ἄν ἦταν βολετό– μαζεύονταν συγγενεῖς καί γείτονες μέ τό μπροῦσκο κρασί τους ἤ τή ρακή κι ἐκείνους τούς πικάντικους μεζέδες: Τά σουτζουκάκια ἤ τό χοιρινό μέ τίς ἐλιές, κοκκινιστό κυνῆγι, ἀρνάκι μέ τά κυδώνια, χοιρινό μέ σέλινο, κόκορα κοκκινιστό, σπιτικό φιδέ μέ κιμά (τό κρέας κομμένο μέ τά μαχαίρια), κιοφτέδες πού σπάγανε τή μύτη ὅλης τῆς γειτονιᾶς, λαγό στιφάδο, τόν μπακαλιάρο σκορδαλιά, ἀλλά καί τά γεμιστά τους ἀπό μυρωδιά καί γεύση δέν πήγαιναν πίσω. Τό λαχανόρυζο, τό κοκκινιστό κουνουπίδι, οἱ γιαχνί πατάτες, οἱ μελιτζάνες ἰμάμ μπαϊλντί· τά αὐγοκαλάμαρα, ἡ μουσταλευριά τους, ὁ σπιτικός χαλβάς, τά φοινίκια καί τόσα ἄλλα πολλά δημιουργήματα τῶν γυναικῶν πού εἶχαν χόμπι τους τήν ἅμιλλα πού τίς ἀναδείκνυε σέ σπουδαῖες νοικοκυρές. Ἡ κουβέντα ἔδινε κι ἔπαιρνε ὅπου στό τέλος ἐρχόταν τό κέφι γιά τραγοῦδι καί χορό, καρσιλαμά καί μπάλο. Ὁ χορός καί τό τραγούδι ἔβγαιναν μέ πόνο καί μεράκι ἀπό μέσα τους ἀλλά καί μέ πλούσιο τό ἐρωτικό στοιχεῖο. Ἀνάμεσα σ’ ὅλα αὐτά δέν ἔλειπαν οἱ μπιστολιές καί τό κουσέλι. Οἱ μπιστολιές μέσα στή νύχτα ἐνημέρωναν θριαμβευτικά τούς κατοίκους της περιοχής ὅτι μιά κοπελιά κλέφτηκε καί τότε ἄρχιζε τό κουσέλι (κουτσομπολιό)…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου